γλειφιτσούρι

γλειφιτσούρι
γλειφιτσούρι, το και γλειφιτζούρι, το
είδος καραμέλας που στηρίζεται σε ξύλινο ή πλαστικό στέλεχος από όπου την κρατούν τα παιδιά για να τη γλείφουν: Πήρα μερικά γλειφιτσούρια για τα ανίψια μου.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • γλειφιτζούρι — και γλειφιτσούρι, το [γλείφω] ζαχαρωτό που είναι προσαρμοσμένο σε ξυλάκι …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”